μπόγιας

μπόγιας
ο (Μ μπόγιας)
1. δήμιος
2. υβριστ. υπάλληλος σκληρόκαρδος που καταδιώκει συστηματικά τους κατωτέρους του και κάνει κακό στους συνανθρώπους του
νεοελλ.
αστυνομικός ή δημοτικός υπάλληλος που περισυλλέγει από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boja].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπόγιας — ο (λ. ιταλ.) 1. ο δήμιος. 2. υπάλληλος που πιάνει τα αδέσποτα σκυλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζελάτης — ο, Ν (παλ. τ.) δήμιος, μπόγιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cellāt] …   Dictionary of Greek

  • φούμος — ο, και φούμο, το, Ν 1. καπνιά 2. είδος μαύρης μπογιάς 3. φρ. «τού ριξα φούμο» μτφ. τόν καταψήφισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumus «καπνός»]. τὸ, Μ καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φούμη / φήμη κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • φούμος — φούμος, ο και φούμο, το (λ. λατ.) 1. καπνιά, μουντζούρα. 2. είδος μελάνης από καπνιά, είδος μαύρης μπογιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”