- μπόγιας
- ο (Μ μπόγιας)1. δήμιος2. υβριστ. υπάλληλος σκληρόκαρδος που καταδιώκει συστηματικά τους κατωτέρους του και κάνει κακό στους συνανθρώπους τουνεοελλ.αστυνομικός ή δημοτικός υπάλληλος που περισυλλέγει από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boja].
Dictionary of Greek. 2013.